αγαπώ

αγαπώ
(-άω) (Α ἀγαπῶ)
1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον
2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι
3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι
νεοελλ.
1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό
2. μέσ. αγαπιέμαι
γίνομαι αξιαγάπητος
αρχ.
1. εκλιπαρώ, ικετεύω, εξορκίζω, πείθω
2. θωπεύω, χαϊδεύω
3. προτιμώ
4. αρκούμαι σε κάτι, είμαι ευχαριστημένος με κάτι
5. υποφέρω, ανέχομαι, υπομένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστη. Η σύνδεση με το ἀγα- δεν ικανοποιεί σημασιολογικά και δεν δικαιολογεί την παρουσία τού φθόγγου π.
ΠΑΡ. αγάπη, αγάπημα, αγαπητικός, αγαπητός
αρχ.
ἀγαπάζω, ἀγάπησις νεοελλ. αγαπημός, αγαπησιάρης, αγαπίζω. Το ρ. ἀγαπῶ τό χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για να εκφράσουν την αγάπη που προέρχεται από φρόνιμη και συνετή στάθμιση τών πραγμάτων και περιλαμβάνει εκτίμηση και σεβασμό. Επίσης για την περιπαθή συμπάθεια (σημασία που αποδιδόταν και από τα ρ. φιλῶ και ἐρῶ) και για την τρυφερή αγάπη τών γονέων (όπως αυτή που δήλωνε το ρ. στέργω). Το ρ. ἀγαπῶ είχε παραπλήσια σημασία με τα ρ. ἐρῶ, στέργω, φιλῶ. Το ἐρῶ δήλωνε την κατεύθυνση όλου τού νου, όλης τής αισθήσεως προς ένα πρόσωπο ή αντικείμενο. Επίσης δήλωνε την επιθυμία και τη σεξουαλική έλξη. Το στέργω δήλωνε την ειλικρινή και βαθιά εσωτερική σχέση, το ήσυχο και σταθερό συναίσθημα αγάπης για οικεία πρόσωπα -κυρίως για τους γονείς, τον ή τη σύζυγο, τα παιδιά, τους κοντινούς συγγενείς-και για την πατρίδα. Το φιλῶ κατ’ αρχάς χρησιμοποιήθηκε για γενικότατη δήλωση τής αγάπης, τής εσώτατης κλίσης (αντίθετο τού μισεῖν και τού ἐχθαίρειν). Αργότερα πήρε τη σημερινή σημασία, δηλαδή τής ενέργειας τού φιλήματος και η χρήση του με την αρχική σημασία άρχισε να περιορίζεται, ενώ συγχρόνως επεκτεινόταν βαθμιαία η χρήση τού ρ. ἀγαπῶ, που τό αντικαθιστούσε. (Η επέκταση φαίνεται κυρίως στα κείμενα τού Αισχίνη και τού Πολύβιου)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγαπώ — αγαπάω / αγαπώ, αγάπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αγαπώ — αγάπησα, αγαπήθηκα, αγαπημένος 1. νιώθω στοργή, αφοσίωση σε κάτι: Αγαπά πολύ τα παιδιά της. 2. αισθάνομαι έρωτα: Την αγαπά σαν τρελός. 3. έχω κλίση σε κάτι, μου αρέσει κάτι: Αγαπά πολύ την κλασική μουσική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγαπῶ — ἀ̱γαπῶ , ἀγαπάω greet with affection imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres imperat mp 2nd sg ἀγαπάω greet with affection pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀγαπάω greet with affection pres ind act 1st sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαπῷ — ἀγαπάω greet with affection pres opt act 3rd sg ἀγαπάζω treat with affection fut opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὕτω σέ ἀγαπῶ, ὡς ὁ νύων τὸ κρόμμυον. — См. Любит как собака палку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κρυφαγαπιέμαι — αγαπώ κάποιον και με αγαπά κρυφά, χωρίς να τό ξέρουν άλλοι, κρατώ μυστικό τον έρωτά μου …   Dictionary of Greek

  • παραγαπώ — αγαπώ υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • αγαπώς — και ός, ο, ώ, η αγαπημένος, εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος δημιουργήθηκε από ιδιάζουσα σύνταξη τού ρ. αγαπώ με την αιτ. τού άρθρου που είχε αναφορική σημασία. Η σύνταξη αυτή απαντά ήδη από τον 15ο αιώνα σε δημοτικά τραγούδια, π. χ. «τον αγαπώ (= αυτόν …   Dictionary of Greek

  • λατρεύω — (AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω) 1. αγαπώ τον θεό και τόν υπηρετώ με τέλεση τού τυπικού τής θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.) 2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”